- καθημερεια
- καθημερείακᾰθ-ημερείαἥ pl. повседневный труд, ежедневная работа Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθημερεία — καθημερεία, ἡ (Α) η καθημερινή ασχολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] … Dictionary of Greek
καθημερείαις — καθημερεία daily business fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)